-
1 πείθω
A persuade, [tense] impf.ἔπειθον Il.22.91
, etc.; [dialect] Ep. and Lyr.πεῖθον 16.842
, B.8.16 : [tense] fut.πείσω Il.9.345
, etc.; [dialect] Ep. inf.πεισέμεν 5.252
: [tense] aor. 1ἔπεισα Pi.O.2.80
, A.Eu.84, Ar.Pl. 304, etc. (Hom. has only opt.πείσειε Od.14.123
); [dialect] Aeol. part.πείσαις Pi.O.3.16
: [tense] aor. 2ἔπῐθον Id.P.3.65
(poet. πίθον), Corinn.Supp.2.58 (poet. dual πιθέταν), A. Supp. 941, Ar.Pl. 949, Theoc.22.64, used by Hom. only in [dialect] Ep. redupl. formsπεπίθωμεν Il.9.112
,πεπίθοιμι 23.40
, A.R.3.14,πεπῐθεῖν Il.9.184
, A.R.3.536,πεπῐθών Pi.I.4(3).72
(v. infr.),πεπιθοῦσα Il.15.26
(ind. not in Il. or Od.,πέπιθον A.R.1.964
, ): [tense] pf.πέπεικα Lys. 26.7
, Is.8.24, Isoc.14.15 :—[voice] Med. and [voice] Pass. [full] πείθομαι, obey, Il.1.79, etc.: [tense] fut. πείσομαι ib. 289, etc.: [tense] aor. 2 ἐπῐθόμην, [dialect] Ep.πιθόμην 5.201
,ἐπίθετο Ar.Nu.73
,ἐπίθοντο Il.3.260
, IG22.29.14, redupl. ; imper.πίθεο Pi.P.1.59
, , pl. ; subj.πίθωμαι Il.18.273
, etc.; opt.πιθοίμην 4.93
, etc. (redupl.πεπίθοιτο 10.204
); inf.πιθέσθαι 7.293
, etc. (πεπιθέσθαι AP14.75
); part. : [tense] aor. 1 [voice] Med.ἐπεισάμην IG12(5).720.5
(Andros, ii B. C.), Aristid.1.391 J., Sopat. in Rh.8.150 W.: [tense] fut. [voice] Pass.πεισθήσομαι S.Ph. 624
, Pl.Sph. 248e, etc.: [tense] aor. 1 , S.OT 526, Ar.Nu. 866, X.An.7.7.29 : [tense] pf. , E.El. 578, Pl.Prt. 328e; Thess. [tense] pf. inf.πεπεῖστειν IG9(2).517.16
(Larissa, iii B. C.).II intr. tenses of [voice] Act., in pass. sense, [tense] pf. 2πέποιθα Il.4.325
, etc. (not freq. in Prose); imper. codd.; [ per.] 2sg. subj.πεποίθῃς Il.1.524
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. πεποίθομεν (for- ωμεν) Od.10.335 ; opt. : [tense] plpf.ἐπεποίθειν Il. 16.171
; [ per.] 3pl.ἐπεποίθεσαν Hdt.9.88
; [dialect] Ep.πεποίθεα Od.4.434
, 8.181 ; [ per.] 1pl.ἐπέπιθμεν Il.2.341
, 4.159 : Pi. uses [tense] aor. 2 part. πιθών = πιθόμενος, P.3.28, redupl.πεπιθών I.4(3).72
.III as if from [full] πῐθέω, Hom. has [tense] fut.πῐθήσω Od.21.369
( obey): [tense] aor. part.πῐθήσας Il.4.398
( trust), cf. Hes. Op. 359, 671, Pi.P.4.109, A.Ch. 618 (lyr.), Lyc.735 ; redupl. [tense] aor. subj. πεπῐθήσω trans., Il.22.223 :—also [dialect] Aeol. [full] πίθημι, part.πίθεις Alc.Supp. 9.4
.A [voice] Act., prevail upon, persuade, usu. by fair means, τινα Il.9.345, etc.; πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο ib. 184 ;σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε 16.842
; , cf. Od.7.258, 23.337 ;Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε Il.22.78
: c. acc. pers. et inf., persuade one to.., ib. 223, A.Eu. 724, etc.; π. τινὰς ὥστε δοῦναι, etc., Hdt.6.5, cf. Th.3.31, etc.; ὥστε μὴ .. S.Ph. 901 ; later ἵνα .. Ev.Matt. 27.20, Plu.2.181a; π. τινὰς ὡς χρὴ.., ὡς ἔστι .., Pl.R. 327c, 364b;π. τινὰ ἐς τὴν ὁμολογίαν Th.5.76
;κοὐδείς γέ μ' ἂν πείσειεν.. τὸ μὴ ἐλθεῖν Ar.Ra.68
; πείθω ἐμαυτόν I persuade myself, am persuaded, believe, Th.6.33, And.1.70, Pl.Grg. 453b, etc.; alsoπ. τι ὠφέλιμον ὄν Th.4.17
: freq. in part., πείσας by persuasion, by fair means, opp. ἐν δόλῳ, S.Ph. 102, cf. 612; opp. βίᾳ, Trag.Adesp.402 ; πόλιν πείσας having obtained the city's consent, S. OC 1298 ;δᾶμον πείσαις λόγῳ Pi.O.3.16
; μὴ πείσας unless by leave, Pl.Lg. 844e ;οὐ πείσαντες τὸν δῆμον Aeschin.3.41
; πείθοντες, opp. βίᾳ, X.An.5.5.11 ; π. γυναῖκα, opp. βιάζεσθαι, Id.Cyr.6.1.34 ; πέπεικε, opp. ἠνάγκακε, Pl.Hipparch. 232b (butπ. ἀνάγκῃ D.C.62.16
, cf. πειθανάγκη): with neut. pron., persuade one to or of a thing,τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας Hdt.1.163
, cf. A.Pr. 1064 (anap.), Pl.R. 399b, etc.;ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν A.Ag. 1212
; μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ do not attempt to persuade me to.., S.OC 1442 ; also τοιάνδ' ἔπειθε ῥῆσιν addressed them thus, A.Supp. 615.2 prevail on by entreaty, Il. 24.219, Od.14.363 ;τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν Il.1.100
; , cf. 181, 386, Hes.Sc. 450 ;Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς Pi.O.2.80
, cf. Pl.R. 366a, Ap. 37d : c. dupl. acc.,τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν, ὃν ἂν πείθω Ἀθηναίους IG12.39.27
.II in bad sense, talk over, mislead,ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις Il.1.132
, cf. 6.360 ;ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς Od.2.106
, cf. 14.123 ;πεπιθοῦσα θυέλλας Il. 15.26
.2 π. τινὰ χρήμασι bribe, Hdt.8.134, Lys.21.10 ; π. ἐπὶ μισθῷ μισθῷ, Hdt.8.4, 9.33, Th.2.96, etc. ([voice] Pass.,χρήμασι πεισθείς Id.1.137
): prov.,δῶρα θεοὺς πείθει Hes.Fr. 272
; πείθειν τινά alone, Lys. 7.21, X.An.1.3.19, Act.Ap. 12.20.3 offood, tempt, Xenocr. ap. Orib. 2.58.84.B [voice] Pass. and [voice] Med., to be prevailed on, won over, persuaded, abs., Il.5.201, etc. ; imper. freq. in Trag., πείθου be persuaded, S.OC 520, El. 1015, E.Fr. 440 ; but πιθοῦ comply, S.OC 1181, El. 1207 : c. inf., to be persuaded to do, Id.Ph. 624; πείθεσθέ μοι πρύτανιν ἑλέσθαι Pl.Prt. 338a ; also πείθεσθαί τινι ὥστε .. Th. 2.2 ; ὃ.. ὑμεῖς.. ἥκιστ' ἂν ὀξέως πείθοισθε (sc. πρᾶξαι) Id.6.34 ; ἑκὼν καὶ πεπεισμένος of one's own free will, POxy. ivp 203 (iv A.D.), etc. ; τὰ μὲν παρ' ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα we are won over to you, Ar. Th. 1170.2 πείθεσθαί τινι listen to one, obey him, Il. 1.79, etc. ; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. S. Ant. 67 ; τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ, X. Cyr. 1.2.8, An. 7.3.39 ;μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν Pl. Ap. 29d
: sts. c. dupl. dat., ἔπεσι, μύθοισι π. τινί, Il.1.150, 23.157 : without dat. pers.,ἐπείθετο μύθῳ 1.33
, cf. Od. 17.177 ; γήραϊ πείθεσθαι yield, succumb to old age, Il.23.645 ; στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί let us comply with the custom of eating, sad though the meal be, ib.48 ; νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, of leaving off the labours of the day, 8.502 ; ἀδίκοις ἔργμασι π. Sol.4.11, 13.12.b with Adj. neut., σημάντορι πάντα πιθέσθαι obey him in all things, Od. 17.21 ; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω wherein I think some will not obey, Il.1.289, cf. 4.93, 7.48, Hdt. 6.100, etc. ;πάντ' ἔγωγε πείσομαι S.Aj. 529
;πείσομαι δ' ἃ σοὶ δοκεῖ Id.Tr. 1180
;οὐ.. πείθομαι τὸ δρᾶν Id.Ph. 1252
;μύθοις.. πεισθεὶς ἀφανῆ E. Hipp. 1288
(anap.), cf. Lys.22.3 : rarely with Noun in acc., χρήμασι πεισθῆναι [ τὴν ἀναχώρησιν] Th.2.21 (s.v.l.).3 c. gen., four times in Hdt.,πείθεσθαί τινος 1.126
, 5.29, 33,6.12, cf. E. IA 726, Th. 7.73 ;πείσθητί μευ Herod. 1.66
; κείνου.. πιθοίατο vulg. in Il.10.57.II πείθεσθαί τινι believe, trust in,πείθεθ' ἑταίρῳ Od. 20.45
;οἰωνοῖσι Il.12.238
; ;ἐνυπνίῳ Pi.O. 13.79
;λεγομένοισι Hdt. 2.146
, etc.: c. acc. et inf., believe that..,οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ' εἶναι Od. 16.192
, cf. Hdt. 1.8, etc.: c. dat. pers. et inf., π. τινὶ μὴ εἶναι χρήματα, = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, X.An. 7.8.3 : withὡς, οὐ πείσονται ὡς σὺ αὐτὸς οὐκ ἠθέλησας Pl. Cri. 44c
, cf. R. 391b : with neut. Adj. or Pron., τὰ περὶ Αἴγυπτον τοῖσι λέγουσι αὐτὰ π., οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα, Hdt.2.12, 8.81 ;πείθεσθε τούτῳ ταῦτα Ar. Th. 592
; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι I do not take this on your word, Pl.Ap. 25e, cf. Phdr. 235b : abs.,ὡς ἐγὼ πείθομαι Phld.Po.5.34
.b π. τινὰ ὅπως .. to believe of him, that.., E. Hipp. 1251.III [tense] pf. 2 πέποιθα trust, rely on, c. dat. pers. vel rei, Il.4.325, etc. (not freq. in early Prose, asαὑτῷ πεποιθέναι Pl. Mx. 248a
): c. dat. et inf.,οὔ πω χερσὶ πέποιθα ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od. 16.71
, cf. Il.13.96, etc.: c. dat.,οἷσι.. μαρναμένοισι πέποιθε Od.16.98
: later c. inf. only, πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος I trust to win this fame, S.Aj. 769 ; αἰχμήν.. μᾶλλον θεοῦ σέβειν πεποιθώς daring to.., A. Th. 530: once in Hdt., : rarely c. acc. et inf.,πέποιθα.. τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνόν A. Th. 444
;εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι 2 Ep.Cor.10.7
; π. εἴς τινας ὅτι .. Ep.Gal.5.10; ἐπί τινας ὅτι .. 2 Ep.Cor. 2.3 ;ἐπὶ χρήμασι Ev.Marc. 10.24
: abs., ὄφρα πεποίθῃς that you may feel confidence, Il.1.524, Od.13.344 ; πεποιθώς in sure confidence, LXXDe. 33.28.IV post-Hom. [tense] pf. [voice] Pass. πέπεισμαι believe, trust, c. dat., ; , etc.: c. acc. et inf., συνοίσειν ταῦτα πέπ. D.4.51, cf. Pl. R. 368a : abs.,νῦν δὲ πέπεισμαι Id.Prt. 328e
; πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων persuaded by.., Plu.Rom. 14 ;πεπείσμεθα περὶ ὑμῶν τὰ κρείττονα Ep.Hebr.6.9
. (Cf. Lat. fido, fides.) -
2 πείθω
πείθω ( πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αις(α): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)1 act.a persuade, win overΖηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.80
δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) P. 3.28ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
c. inf.,ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν P. 3.65
c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι-κίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37b pf., & ep. aor. redupl.I c. inf., be persuadedπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
II trust in. rely upon c. dat.πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64
καὶ προξενίᾳ πέποιθ N. 7.65
οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.c persuade someone of something, c. dupl. acc.,καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν Pae. 6.52
2 med., obey c. dat.ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.3
θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) P. 4.200ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12
ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you P. 1.59 frag., τί πείσομα[ι ( πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42. -
3 λόγος
λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) A1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) I. 8.61 B word, etc.1 s.,a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version O. 1.28ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21
ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35
αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132
πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) P. 7.9ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34
ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. N. 3.29ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71
οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling N. 4.94ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα N. 5.29
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself,εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) O. 10.11ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό-γον τεθνακότων N. 7.32
καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) I. 5.27c utterance, statement, preceptἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.22
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν O. 2.92
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.35
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
[cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, N. 3.29]ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος).Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον N. 10.11
λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.35
d prophecyπαραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59
λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.38
ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.77
e converse, speakingδᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.f sentenceδικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.60
h frag. ]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34
2 pl.,a wordsγνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.90
τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request O. 7.68ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101
εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων,ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80
“ ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” P. 4.116μειλιχίοισι λόγοις P. 4.128
μειλιχίοις τε λόγοις P. 4.240
λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.16
τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32
ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21
καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [ θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται ( λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]b esp., words, expressions of praiseἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110
οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) N. 6.30θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3. -
4 Ὑπερβόρεοι
Ὑπερβόρεοι a people living far to the north (O. 3.31), favourites of Apollo, from whom Herakles received the olive shoots, whose leaves were the prize at Olympia, v. O. 3.13ff., P. 10.31ff. δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις Ἀπόλλωνος θεράποντα λόγῳ (sc. Ἡρακλέης) O. 3.161ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.30
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) I. 6.23 ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo) Pae. 8.63 v. also Ἄβαρις, fr. 270.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский